ροντέλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ροντέο, ροντό

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ροντέλο τα ροντέλα
      γενική του ροντέλου των ροντέλων
    αιτιατική το ροντέλο τα ροντέλα
     κλητική ροντέλο ροντέλα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ροντέλο < ιταλική rondello < rondò < λατινική rotundus < roto

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ροντέλο ουδέτερο

Allés, Regrez, vuidez de ma presence;
allés ailleurs querir vostre acointance;
assés avés tourmenté mon las cueur,
rempli de deuil pour estre serviteur
d'une sans per que j'ay aymée d'enfance.
Fait lui avés longuement ceste offence,
Ou est celluy qui onc fut ne en France,
qui endurast tel mortel deshonneur?
Allés, Regrez, …
N'y tournés plus, car, par ma conscience,
se plus vous voy prochain de ma plaisance,
devant chascun vous feray tel honneur
que l'on dira que la main d'ung seigneur
vous a bien mis a la malle meschance.
Allés, Regrez, …

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]