Μετάβαση στο περιεχόμενο

σάρκωσις

Από Βικιλεξικό
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σάρκωσῐς αἱ σαρκώσεις
      γενική τῆς σαρκώσεως τῶν σαρκώσεων
      δοτική τῇ σαρκώσει ταῖς σαρκώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σάρκωσῐν τὰς σαρκώσεις
     κλητική ! σάρκωσῐ σαρκώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σαρκώσει
γεν-δοτ τοῖν  σαρκωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σάρκωσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική grc / σαρκῶ + -σις (-ωσις)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: σάρκωση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σάρκωσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. (ιατρική) έκφυση, αύξηση της σάρκας
  2. (θρησκεία) ενσάρκωση, υλοποίηση

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]