σαγμάριον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σαγμάριον | τὰ | σαγμάριᾰ |
γενική | τοῦ | σαγμαρίου | τῶν | σαγμαρίων |
δοτική | τῷ | σαγμαρίῳ | τοῖς | σαγμαρίοις |
αιτιατική | τὸ | σαγμάριον | τὰ | σαγμάριᾰ |
κλητική ὦ! | σαγμάριον | σαγμάριᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σαγμαρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σαγμαρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαγμάριον < υποκοριστικό της αρχαία ελληνική σάγμα < σάττω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαγμάριον ουδέτερο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)