σαρκωμάτωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σαρκωμάτωση | οι | σαρκωματώσεις |
γενική | της | σαρκωμάτωσης* | των | σαρκωματώσεων |
αιτιατική | τη | σαρκωμάτωση | τις | σαρκωματώσεις |
κλητική | σαρκωμάτωση | σαρκωματώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σαρκωματώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σαρκωμάτωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική sarcomatosis < ελληνιστική κοινή σάρκωμα < σαρκόω < αρχαία ελληνική σάρξ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σαρκωμάτωση θηλυκό
- (ιατρική) η εξάπλωση ενός σαρκώματος σε όλο το σώμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σαρκωμάτωση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)