σαρκωμάτωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σαρκωμάτωση | οι | σαρκωματώσεις |
γενική | της | σαρκωμάτωσης* | των | σαρκωματώσεων |
αιτιατική | τη | σαρκωμάτωση | τις | σαρκωματώσεις |
κλητική | σαρκωμάτωση | σαρκωματώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σαρκωματώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαρκωμάτωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαρκωμάτωση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαρκωμάτωση
|