σατράπικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σατράπικος η σατράπικη το σατράπικο
      γενική του σατράπικου της σατράπικης του σατράπικου
    αιτιατική τον σατράπικο τη σατράπικη το σατράπικο
     κλητική σατράπικε σατράπικη σατράπικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σατράπικοι οι σατράπικες τα σατράπικα
      γενική των σατράπικων των σατράπικων των σατράπικων
    αιτιατική τους σατράπικους τις σατράπικες τα σατράπικα
     κλητική σατράπικοι σατράπικες σατράπικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σατράπικος < αρχαία ελληνική σατραπικός < σατράπης + -ικος

Επίθετο[επεξεργασία]

σατράπικος, -η, -ο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]