σεπολιώτικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σεπολιώτικος η σεπολιώτικη το σεπολιώτικο
      γενική του σεπολιώτικου της σεπολιώτικης του σεπολιώτικου
    αιτιατική τον σεπολιώτικο τη σεπολιώτικη το σεπολιώτικο
     κλητική σεπολιώτικε σεπολιώτικη σεπολιώτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σεπολιώτικοι οι σεπολιώτικες τα σεπολιώτικα
      γενική των σεπολιώτικων των σεπολιώτικων των σεπολιώτικων
    αιτιατική τους σεπολιώτικους τις σεπολιώτικες τα σεπολιώτικα
     κλητική σεπολιώτικοι σεπολιώτικες σεπολιώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σεπολιώτικος < Σεπολιώτ(ης) + -ικος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /se.poˈʎo.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σε‐πο‐λιώ‐τι‐κος

Επίθετο[επεξεργασία]

σεπολιώτικος, -η, -ο

  • ο σχετικός με τα Σεπόλια ή τους κατοίκους τους

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]