σκαλτσούνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκαλτσούνι | τα | σκαλτσούνια |
γενική | του | σκαλτσουνιού | των | σκαλτσουνιών |
αιτιατική | το | σκαλτσούνι | τα | σκαλτσούνια |
κλητική | σκαλτσούνι | σκαλτσούνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκαλτσούνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική calzone νότια διάλετκος + -ι, με ανάπτυξη προτακτικού [s][1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκαλτσούνι ουδέτερο
- (γλυκό) νηστίσιμο γλυκό από ζύμη· έχει γέμιση από ξηρούς καρπούς και είναι επικαλυμμένο με ζάχαρη άχνη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκαλτσούνι
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σκαλτσούνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλυκά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)