σκανδάληθρον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σκανδάληθρον τὰ σκανδάληθρ
      γενική τοῦ σκανδαλήθρου τῶν σκανδαλήθρων
      δοτική τῷ σκανδαλήθρ τοῖς σκανδαλήθροις
    αιτιατική τὸ σκανδάληθρον τὰ σκανδάληθρ
     κλητική ! σκανδάληθρον σκανδάληθρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκανδαλήθρω
γεν-δοτ τοῖν  σκανδαλήθροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκανδάληθρον < σκάνδαλον + -θρον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκανδάληθρον, -ου ουδέτερο

  1. η σκανδάλη της παγίδας για το πιάσιμο των ζώων
  2. (μεταφορικά) δημιουργία παγίδων σε έναν διάλογο με διάφορα επιχειρήματα
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Ἀχαρνῆς, στίχ. 687 @scaife.perseus
    κᾆτʼ ἀνελκύσας ἐρωτᾷ σκανδάληθρʼ ἱστὰς ἐπῶν

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]