σκαρμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκαρμός οι σκαρμοί
      γενική του σκαρμού των σκαρμών
    αιτιατική τον σκαρμό τους σκαρμούς
     κλητική σκαρμέ σκαρμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκαρμός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκαρμός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σκαλμός με ανομοίωση τρόπου άρθρωσης [lm] > [ɾm]. [1] Συγκρίνετε με το σκαλμός (όπως στα νέα ελληνικά).

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /skaɾˈmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκαρ‐μός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκαρμός αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκαρμός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σκαλμός με ανομοίωση τρόπου άρθρωσης [lm] > [ɾm]. [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκαρμός αρσενικό

Αναφορές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]