Μετάβαση στο περιεχόμενο

σκελίς

Από Βικιλεξικό
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σκελίς αἱ σκελίδες
      γενική τῆς σκελίδος τῶν σκελίδων
      δοτική τῇ σκελίδ ταῖς σκελίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σκελίδ τὰς σκελίδᾰς
     κλητική ! σκελίς* σκελίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκελίδε
γεν-δοτ τοῖν  σκελίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκελίς < αρχαία ελληνική σχελίς < άγνωστης ετυμολογίας. Η σύνδεση με το σκέλος δεν είναι ετυμολογική καθώς το δασύ σχ- είναι αρχαιότερο, αλλά κι επειδή το σκέλος αναφέρεται μόνο στα κάτω άκρα.[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σκελίς, -ίδος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. σκελίδα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.