σκούδο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκούδο τα σκούδα
      γενική του σκούδου των σκούδων
    αιτιατική το σκούδο τα σκούδα
     κλητική σκούδο σκούδα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Χρυσό σκούδο των Δουκών της Φερράρα. Alfonso I d'Este. 1505-1534.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκούδο < ιταλική scudo < λατινική scutum (ασπίδα)[1] ή (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκοῦδον < βενετική scudo[2]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈsku.ðo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκού‐δο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκούδο ουδέτερο

  • (νόμισμα) ονομασία παλιών ιταλικών νομισμάτων

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. σκούδο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας