σμηναγός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σμηναγός | οι | σμηναγοί |
γενική | του | σμηναγού | των | σμηναγών |
αιτιατική | τον | σμηναγό | τους | σμηναγούς |
κλητική | σμηναγέ | σμηναγοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σμηναγός < σμήνος + άγω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σμηναγός αρσενικό ή θηλυκό
- (στρατιωτικός βαθμός) βαθμός αξιωματικού της Πολεμικής Αεροπορίας, αντίστοιχος με αυτόν του λοχαγού στον στρατό ξηράς. Είναι ο τρίτος βαθμός των αξιωματικών και ο τελευταίος από τους κατώτερους αξιωματικούς.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σμηναγός
|