σολανίνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σολανίνη οι σολανίνες
      γενική της σολανίνης των σολανινών
    αιτιατική τη σολανίνη τις σολανίνες
     κλητική σολανίνη σολανίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σολανίνη < (λόγιο δάνειο) γαλλική solanine < λατινική solanum (σκιά) > solanus (ανατολικός) < → δείτε και τη λέξη sol (ήλιος) [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σολανίνη θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)