σοφιστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σοφιστής οι σοφιστές
      γενική του σοφιστή των σοφιστών
    αιτιατική τον σοφιστή τους σοφιστές
     κλητική σοφιστή σοφιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σοφιστής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σοφιστής < σοφίζω, σοφισ- + -τής < σοφός α' κλίση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σοφιστής αρσενικό

  1. (ιστορία) ακόλουθος της σοφιστικής προσωκρατικής φιλοσοφίας
  2. αττικός ρήτορας, δικηγόρος (συνήγορος), δάσκαλος ρητορικής που δίδασκε με αμοιβή.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σοφιστής < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σοφιστής αρσενικό

  1. γνώστης μιας τέχνης, επιδέξιος σε μια τέχνη
  2. (φιλοσοφία) αττικός ρήτορας, δικηγόρος (συνήγορος), δάσκαλος ρητορικής επ' αμοιβή
  3. (κακόσημο) αυτός που εξαπατά με λόγια

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]