σπετζοφάι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σπετζοφάι | τα | σπετζοφάγια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σπετζοφάι | τα | σπετζοφάγια |
κλητική | σπετζοφάι | σπετζοφάγια | ||
Η κατάληξη -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τσάι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπετζοφάι ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (γαστρονομία) είδος πικάντικου φαγητού με λουκάνικα, πιπεριές, ντομάτα κ.ά. υλικά
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπετζοφάι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τσάι' χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τσάι' χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)