σταυροπηγιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σταυροπηγιακός (μαρτυρείται από το 1614)[1] < μεσαιωνική ελληνική σταυροπήγι(ον) (τοποθέτηση σταυρού στη θέση νέας εκκλησίας) + -ακός
Επίθετο
[επεξεργασία]σταυροπηγιακός, -ή, -ό
- (εκκλησιαστικός όρος, για μοναστήρι) που υπάγεται απευθείας στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριάρχη και όχι στη δικαιοδοσία του τοπικού μητροπολίτη
Συγγενικά
[επεξεργασία]- σταυροπήγιο
- → και δείτε τις λέξεις σταυρός και πήζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σταυροπηγιακός
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σελ. 923, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
[επεξεργασία]- σταυροπηγιακός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- σταυροπηγιακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)