στεγνά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /steˈɣna/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στε‐γνά
- παρώνυμο: στυγνά
Επίρρημα[επεξεργασία]
στεγνά
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) με στεγνό τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στεγνά ουδέτερο στον πληθυντικό
- (ουσιαστικοποιημένο) (ναυτικός όρος, λαϊκότροπο) τα στεγνά: το μέρος ενός πλεούμενου που (υπό φυσιολογικές συνθήκες) δεν έρχεται σε επαφή με το νερό → δείτε τη λέξη στεγνός
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
στεγνά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του στεγνός