στεγνά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στεγνά < στεγν(ός) +

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /steˈɣna/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στε‐γνά
παρώνυμο: στυγνά

Επίρρημα[επεξεργασία]

στεγνά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στεγνά ουδέτερο στον πληθυντικό

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

στεγνά