στρουθιόμορφος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στρουθιόμορφος < Στρουθιόμορφ(α) + -ος / στρουθί(ον) + -ο- + -μορφος
Επίθετο
[επεξεργασία]στρουθιόμορφος
- (ορνιθολογία) που έχει σχέση με τα Στρουθιόμορφα ή αναφέρεται σ' αυτά
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις Στρουθιόμορφα, στρουθίο και μορφή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στρουθιόμορφος
|
|