συλλοίμωξη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συλλοίμωξη οι συλλοιμώξεις
      γενική της συλλοίμωξης* των συλλοιμώξεων
    αιτιατική τη συλλοίμωξη τις συλλοιμώξεις
     κλητική συλλοίμωξη συλλοιμώξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συλλοιμώξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συλλοίμωξη < συ- + λοίμωξη

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /siˈli.mo.ksi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συλ‐λοί‐μω‐ξη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συλλοίμωξη θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]