συναπτή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συναπτή | οι | συναπτές |
γενική | της | συναπτής | των | συναπτών |
αιτιατική | τη | συναπτή | τις | συναπτές |
κλητική | συναπτή | συναπτές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συναπτή < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου συναπτός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /si.naˈpti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐να‐πτή
- ομόηχο: συναπτοί
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συναπτή θηλυκό
- (χριστιανισμός) σύνολο σύντομων ευχών που εκφωνούνται συναπτώς από διάκονο ή ιερέα και καταλήγουν με τη φράση «τοῡ Κυρίου δεηθῶμεν»
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συναπτή
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
συναπτή
Πηγές[επεξεργασία]
- «συναπτός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χριστιανισμός (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)