συνηθέστερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]συνηθέστερος
- συγκριτικός βαθμός του συνήθης: πιο συνηθισμένος
Παράγωγα
[επεξεργασία]- συνηθέστερα (επίρρημα)