συννοσηρότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συννοσηρότητα οι συννοσηρότητες
      γενική της συννοσηρότητας των συννοσηροτήτων
    αιτιατική τη συννοσηρότητα τις συννοσηρότητες
     κλητική συννοσηρότητα συννοσηρότητες
ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συννοσηρότητα < συν- + νοσηρότητα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική comorbidity)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συννοσηρότητα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]