σφαιρομάχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σφαιρομάχος οἱ σφαιρομάχοι
      γενική τοῦ σφαιρομάχου τῶν σφαιρομάχων
      δοτική τῷ σφαιρομάχ τοῖς σφαιρομάχοις
    αιτιατική τὸν σφαιρομάχον τοὺς σφαιρομάχους
     κλητική ! σφαιρομάχε σφαιρομάχοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σφαιρομάχω
γεν-δοτ τοῖν  σφαιρομάχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σφαιρομάχος < (αρχαία ελληνική σφαῖρα) σφαιρο- + -μάχος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σφαιρομάχος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]