ταχυφορτιστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ταχυφορτιστής οι ταχυφορτιστές
      γενική του ταχυφορτιστή των ταχυφορτιστών
    αιτιατική τον ταχυφορτιστή τους ταχυφορτιστές
     κλητική ταχυφορτιστή ταχυφορτιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταχυφορτιστής < ταχυ- + φορτιστής (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική fast charger)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ta.çi.foɾ.tiˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τα‐χο‐φορ‐τι‐στής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ταχυφορτιστής αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ταχυφορτιστήςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)