τελεολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τελεολογικός < τελεολογ(ία) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
τελεολογικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με την τελεολογία (η αντίληψη ότι τα πάντα στο κόσμο διέπονται από ένα σκοπό, προς την εκπλήρωση του οποίου τείνουν)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- τελεολογικά
- → δείτε τις λέξεις τελεολογία, τέλος και λέγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τελεολογικός
|