τετρακυμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | τετρακυμίᾱ | αἱ | τετρακυμίαι | ||||
γενική | τῆς | τετρακυμίᾱς | τῶν | τετρακυμιῶν | ||||
δοτική | τῇ | τετρακυμίᾳ | ταῖς | τετρακυμίαις | ||||
αιτιατική | τὴν | τετρακυμίᾱν | τὰς | τετρακυμίᾱς | ||||
κλητική ὦ! | τετρακυμίᾱ | τετρακυμίαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τετρακυμίᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | τετρακυμίαιν | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τετρακυμία (ελληνιστική κοινή) < τετρα- + αρχαία ελληνική κῦμ(α) + -ία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τετρακυμία θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή, μετεωρολογία) μεγάλη τρικυμία από ανέμους τεσσάρων διευθύνσεων (⌘ Ευστάθιος Θεσσαλονίκης)
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις τέτταρα και κῦμα
Πηγές[επεξεργασία]
- τετρακυμία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα τετρα- (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -ία (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μετεωρολογία (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)