τηλεαγορά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τηλεαγορά < τηλε- + αγορά ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική teleshopping)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τηλεαγορά θηλυκό
- η αγορά ή πώληση προϊόντων με προώθηση μέσω τηλεόρασης, διαδικτύου, τηλεφώνου κ.λπ.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τηλεαγορά
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' χωρίς κατάληξη '-ιά' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα τηλε- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)