τοπικισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τοπικισμός < τοπικός + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική localism)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τοπικισμός αρσενικό
- η προσκόλληση στα συμφέροντα της ιδιαίτερης πατρίδας, του τόπου κάποιου, και η αδιαφορία για τα ευρύτερα εθνικά ή υπερεθνικά / υπερτοπικά συμφέροντα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- τοπικιστής
- τοπικιστικά
- τοπικιστικός
- τοπικίστρια
- → δείτε τη λέξη τόπος