τουρκομαθής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τουρκομαθής | η | τουρκομαθής | το | τουρκομαθές |
γενική | του | τουρκομαθούς* | της | τουρκομαθούς | του | τουρκομαθούς |
αιτιατική | τον | τουρκομαθή | την | τουρκομαθή | το | τουρκομαθές |
κλητική | τουρκομαθή(ς) | τουρκομαθής | τουρκομαθές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τουρκομαθείς | οι | τουρκομαθείς | τα | τουρκομαθή |
γενική | των | τουρκομαθών | των | τουρκομαθών | των | τουρκομαθών |
αιτιατική | τους | τουρκομαθείς | τις | τουρκομαθείς | τα | τουρκομαθή |
κλητική | τουρκομαθείς | τουρκομαθείς | τουρκομαθή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]τουρκομαθής, -ής, -ές
- που γνωρίζει την τουρκική γλώσσα
- που έχει γνώση της τουρκικής κουλτούρας
Σημειώσεις
[επεξεργασία]Η λέξη απαντά και ως ουσιαστικό με την ίδια έννοια
- ζητείται τουρκομαθής για θέση στο εξωτερικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τουρκομαθής
|