τρίλεπτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈtɾi.le.ptos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρί‐λε‐πτος
Επίθετο[επεξεργασία]
τρίλεπτος, -η, -ο
- που διαρκεί τρία λεπτά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τρίλεπτος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ τρίλεπτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας