τραγικωμωδία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τραγικωμωδία οι τραγικωμωδίες
      γενική της τραγικωμωδίας των τραγικωμωδιών
    αιτιατική την τραγικωμωδία τις τραγικωμωδίες
     κλητική τραγικωμωδία τραγικωμωδίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τραγικωμωδία < τραγικός + κωμωδία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tɾa.ʝi.ko.moˈði.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρα‐γι‐κω‐μω‐δί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τραγικωμωδία θηλυκό

  • θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο στο οποίο συνδυάζονται στοιχεία από τραγωδία και κωμωδία
    ※  Το όραμα της ευημερίας και της ευτυχίας βρίσκεται πλέον στην άλλη μεριά του Ατλαντικού. Απ’ εκεί και πέρα η δράση εκτροχιάζεται στο -θεατρικό- παράλογο, στο καγχαστικό γκροτέσκο, στη μετακομμουνιστική τραγικωμωδία της μεταβατικής περιόδου η οποία ακολούθησε την κατάρρευση των σοσιαλιστικών καθεστώτων. Τελικά το ηθικό δίδαγμα είναι ότι ούτε και στο Μπρούκλιν τα πράγματα είναι καλύτερα.
    Μετακομμουνιστική τραγικωμωδία, Η Καθημερινή, 18 Ιανουαρίου 2004
    ※  Η ιδιαιτερότητα της τραγικωμωδίας που περιέγραψα βρίσκεται στο ότι δεν έχει τέλος, γιατί δεν φτάνει στην κάθαρση· στο ότι συνεχίζεται πάντοτε στο στάδιο του ελέου και του φόβου, με νίκη, σε κάθε πράξη της, των καταληψιών.
    Νάσος Βαγενάς, Μια σαιξπηρική πολιτική τραγικωμωδία, Το Βήμα, 18 Απριλίου 2015

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.