τρενοποδήλατο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τρενοποδήλατο | τα | τρενοποδήλατα |
γενική | του | τρενοποδήλατου & τρενοποδηλάτου |
των | τρενοποδήλατων & τρενοποδηλάτων |
αιτιατική | το | τρενοποδήλατο | τα | τρενοποδήλατα |
κλητική | τρενοποδήλατο | τρενοποδήλατα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τρενοποδήλατο ουδέτερο
- ειδικό ποδήλατο (ή άλλη ποδοκίνητη ή χειροκίνητη κατασκευή) που προσαρμόζεται και κινείται στο σιδηροδρομικό δίκτυο
- ※ Ποδηλατοδρεζίνα, τρενοποδήλατο, σιδηροδρομικός ποδηλατοτουρισμός, όπως και να το πει κανείς γεγονός παραμένει ότι πρόκειται για ένα ιδιότυπο χόμπι με πιστούς φίλους, που συνδυάζει δύο ελκυστικούς χώρους: το ποδήλατο και τον σιδηρόδρομο. (…) Ο σιδηροδρομικός ποδηλατοτουρισμός, γνωστός ως railbiking, φαίνεται πως ξεκινά δυναμικά στις ΗΠΑ αλλά και σε χώρες της Ευρώπης, όπως η Γερμανία, καθώς εκτός από την απόλαυση ενός ξεχωριστού χόμπι, αποφέρει σημαντικό επιχειρηματικό κέρδος από τις ενοικιάσεις ποδηλατοδρεζινών για βόλτες σε ανενεργές γραμμές τρένων. (www.amna.gr, 30.10.2017)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)