τριακοστός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τριακοστός < αρχαία ελληνική
Αριθμητικό
[επεξεργασία]τριακοστός -ή -ό
- το τακτικό αριθμητικό που αντιστοιχεί στο απόλυτο τριάντα (30)
- για τα τριακοστά σου γενέθλια σου ευχόμαστε να τα εκατοστήσεις
- ο ένας από τους τριάντα ίσους όρους ενός συνόλου