τσαμπουκαλίδικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τσαμπουκαλίδικος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]τσαμπουκαλίδικος
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
- τσαμπουκαλίδικα έλεγαν στις αρχές του περασμένου αιώνα τη συνθηματική διάλεκτο του υποκόσμου της εποχής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τσαμπουκαλίδικος
|