τυπολογικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τυπολογικό τα τυπολογικά
      γενική του τυπολογικού των τυπολογικών
    αιτιατική το τυπολογικό τα τυπολογικά
     κλητική τυπολογικό τυπολογικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τυπολογικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τυπολογικός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ti.po.lo.ʝiˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τυ‐πο‐λο‐γι‐κό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τυπολογικό ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

τυπολογικό