τυρφώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τυρφώδης | η | τυρφώδης | το | τυρφώδες |
γενική | του | τυρφώδους | της | τυρφώδους | του | τυρφώδους |
αιτιατική | τον | τυρφώδη | την | τυρφώδη | το | τυρφώδες |
κλητική | τυρφώδη(ς) | τυρφώδης | τυρφώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τυρφώδεις | οι | τυρφώδεις | τα | τυρφώδη |
γενική | των | τυρφωδών | των | τυρφωδών | των | τυρφωδών |
αιτιατική | τους | τυρφώδεις | τις | τυρφώδεις | τα | τυρφώδη |
κλητική | τυρφώδεις | τυρφώδεις | τυρφώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
τυρφώδης, -ης, -ες
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη τύρφη