υλοποιήσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.lo.piˈi.si.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐λο‐ποι‐ή‐σι‐μος
Επίθετο[επεξεργασία]
υλοποιήσιμος, -η, -ο
- που ξμπορεί να υλοποιηθεί, που μπορεί να πάρει σάρκα και οστά, να πραγματοποιηθεί, εφικτός στόχος
- ↪ Το σχέδιό σου είναι υλοποιήσιμο.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υλοποιήσιμος