υλοποιήσιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υλοποιήσιμος η υλοποιήσιμη το υλοποιήσιμο
      γενική του υλοποιήσιμου της υλοποιήσιμης του υλοποιήσιμου
    αιτιατική τον υλοποιήσιμο την υλοποιήσιμη το υλοποιήσιμο
     κλητική υλοποιήσιμε υλοποιήσιμη υλοποιήσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υλοποιήσιμοι οι υλοποιήσιμες τα υλοποιήσιμα
      γενική των υλοποιήσιμων των υλοποιήσιμων των υλοποιήσιμων
    αιτιατική τους υλοποιήσιμους τις υλοποιήσιμες τα υλοποιήσιμα
     κλητική υλοποιήσιμοι υλοποιήσιμες υλοποιήσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υλοποιήσιμος < (υλοποιώ), υλοποιησ- + -ιμος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.lo.piˈi.si.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐λο‐ποι‐ή‐σι‐μος

Επίθετο[επεξεργασία]

υλοποιήσιμος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]