υπεραναλυτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
υπεραναλυτικός (el) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
- πολύ αναλυτικός
- αχρείαστα αναλυτικός, σχολαστικός, ψείρας
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- αγγλικά : μεταφορικά: fine-grained (en), hyper-subtle (en)