υπεραναλυτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπεραναλυτικός η υπεραναλυτική το υπεραναλυτικό
      γενική του υπεραναλυτικού της υπεραναλυτικής του υπεραναλυτικού
    αιτιατική τον υπεραναλυτικό την υπεραναλυτική το υπεραναλυτικό
     κλητική υπεραναλυτικέ υπεραναλυτική υπεραναλυτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπεραναλυτικοί οι υπεραναλυτικές τα υπεραναλυτικά
      γενική των υπεραναλυτικών των υπεραναλυτικών των υπεραναλυτικών
    αιτιατική τους υπεραναλυτικούς τις υπεραναλυτικές τα υπεραναλυτικά
     κλητική υπεραναλυτικοί υπεραναλυτικές υπεραναλυτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο[επεξεργασία]

υπεραναλυτικός (el) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο

  1. πολύ αναλυτικός
  2. αχρείαστα αναλυτικός, σχολαστικός, ψείρας

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]