υπερεκπροσώπηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπερεκπροσώπηση | οι | υπερεκπροσωπήσεις |
γενική | της | υπερεκπροσώπησης* | των | υπερεκπροσωπήσεων |
αιτιατική | την | υπερεκπροσώπηση | τις | υπερεκπροσωπήσεις |
κλητική | υπερεκπροσώπηση | υπερεκπροσωπήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερεκπροσωπήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπερεκπροσώπηση < υπερ- + εκπροσώπηση < μεσαιωνική ελληνική ἐκπροσωπῶ < αρχαία ελληνική πρόσωπον ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική overrepresentation[1])
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υπερεκπροσώπηση θηλυκό
- η πάνω από τον μέσο όρο ή απ’ το κανονικό / συνηθισμένο εκπροσώπηση
- ※ Μια σημαντική αιτία του μισθολογικού χάσματος είναι η υπερεκπροσώπηση των γυναικών σε σχετικά χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, όπως είναι ο τομέας των πωλήσεων και της εκπαίδευσης. (*)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- ὑπερεκπροσώπηση
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπερεκπροσώπηση
- ↑ υπερεκπροσώπηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υπερ- (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)