υπερκινητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
υπερκινητικός, -ή, -ό
- (ιατρική) ασθενής που δεν μπορεί να καταστείλει την τάση του για κίνηση
- υπερδραστήριο άτομο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερκινητικός