υπερχρονισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπερχρονισμός οι υπερχρονισμοί
      γενική του υπερχρονισμού των υπερχρονισμών
    αιτιατική τον υπερχρονισμό τους υπερχρονισμούς
     κλητική υπερχρονισμέ υπερχρονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπερχρονισμός < υπερχρονίζω + -μός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική overclocking)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υπερχρονισμός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]