υποβασταζόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
υποβασταζόμενος
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος υποβαστάζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποβασταζόμενος
|
υποβασταζόμενος
|