φαρυγγικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαρυγγικός < φάρυγξ + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
φαρυγγικός, -ή, -ό
- σχετικός με τον φάρυγγα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαρυγγικός