φιλέρημος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιλέρημος < αρχαία ελληνική φιλέρημος < φίλος + ἒρημος
Επίθετο[επεξεργασία]
φιλέρημος, -η, -ο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φιλέρημος
|