φιλοβαλκανικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιλοβαλκανικός < φιλο- + βαλκανικός
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
φιλοβαλκανικός
- που είναι φίλος ή φιλικά διακείμενος σε βαλκανικές χώρες ή τα συμφέροντά τους
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φιλοβαλκανικός
|