φιλόφρονας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φιλόφρων & φιλόφρονας |
η | φιλόφρων | το | φιλόφρον |
γενική | του | φιλόφρονος & φιλόφρονα |
της | φιλόφρονος | του | φιλόφρονος |
αιτιατική | τον | φιλόφρονα | τη | φιλόφρονα | το | φιλόφρον |
κλητική | φιλόφρων & φιλόφρονα |
φιλόφρων | φιλόφρον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φιλόφρονες | οι | φιλόφρονες | τα | φιλόφρονα |
γενική | των | φιλοφρόνων | των | φιλοφρόνων | των | φιλοφρόνων |
αιτιατική | τους | φιλόφρονες | τις | φιλόφρονες | τα | φιλόφρονα |
κλητική | φιλόφρονες | φιλόφρονες | φιλόφρονα | |||
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. | ||||||
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρονας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιλόφρονας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φιλόφ(ων) + -ονας, < φίλος + φρήν
Επίθετο[επεξεργασία]
φιλόφρονας, -ων, -ον
- μορφή του φιλόφρων με νεότερες καταλήξεις στο αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φιλόφρονας
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ων-ονας' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'μετριόφρονας' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ονας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)