φλόγωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φλόγωση | οι | φλογώσεις |
γενική | της | φλόγωσης & φλογώσεως |
των | φλογώσεων |
αιτιατική | τη | φλόγωση | τις | φλογώσεις |
κλητική | φλόγωση | φλογώσεις | ||
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φλόγωση < αρχαία ελληνική φλόγωσις < φλογόω / φλογῶ < φλέγω < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰel- (καίω, λάμπω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φλόγωση θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη φλόγα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φλόγωση