φοινίκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φοινίκι | τα | φοινίκια |
γενική | του | φοινικιού | των | φοινικιών |
αιτιατική | το | φοινίκι | τα | φοινίκια |
κλητική | φοινίκι | φοινίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φοινίκι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φοινίκιν < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή φοινίκιον (χουρμάς, υποκοριστικό του αρχαίου φοῖνιξ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fiˈni.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φοι‐νί‐κι
- ομόηχο: Φοινίκη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φοινίκι ουδέτερο
- γλυκό φτιαγμένο από αλεύρι, λάδι και μέλι, παρόμοιο με μελομακάρονο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φοινίκι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλυκά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)