φοινίκιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ φοινίκιον τὰ φοινίκι
      γενική τοῦ φοινικίου τῶν φοινικίων
      δοτική τῷ φοινικί τοῖς φοινικίοις
    αιτιατική τὸ φοινίκιον τὰ φοινίκι
     κλητική ! φοινίκιον φοινίκι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φοινικίω
γεν-δοτ τοῖν  φοινικίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

φοινίκιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική φοῖνιξ, φοινικ- + υποκοριστικό επίθημα -ιον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φοινίκιον ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

φοινίκιον: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

φοινίκιον

Πηγές[επεξεργασία]