φυσαλέος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | φυσαλέος | ἡ | φυσαλέᾱ | τὸ | φυσαλέον |
γενική | τοῦ | φυσαλέου | τῆς | φυσαλέᾱς | τοῦ | φυσαλέου |
δοτική | τῷ | φυσαλέῳ | τῇ | φυσαλέᾳ | τῷ | φυσαλέῳ |
αιτιατική | τὸν | φυσαλέον | τὴν | φυσαλέᾱν | τὸ | φυσαλέον |
κλητική ὦ! | φυσαλέε | φυσαλέᾱ | φυσαλέον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | φυσαλέοι | αἱ | φυσαλέαι | τὰ | φυσαλέᾰ |
γενική | τῶν | φυσαλέων | τῶν | φυσαλέων | τῶν | φυσαλέων |
δοτική | τοῖς | φυσαλέοις | ταῖς | φυσαλέαις | τοῖς | φυσαλέοις |
αιτιατική | τοὺς | φυσαλέους | τὰς | φυσαλέᾱς | τὰ | φυσαλέᾰ |
κλητική ὦ! | φυσαλέοι | φυσαλέαι | φυσαλέᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φυσαλέω | τὼ | φυσαλέᾱ | τὼ | φυσαλέω |
γεν-δοτ | τοῖν | φυσαλέοιν | τοῖν | φυσαλέαιν | τοῖν | φυσαλέοιν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
φυσαλέος, -α, -ον
- (ελληνιστική κοινή) που έχει έντονο άνεμο
Πηγές[επεξεργασία]
- φυσαλέος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα με κλίση όπως το 'λόγιος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'λόγιος' (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις προπαροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -αλέος (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Επίθετα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)