φυσαλέος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική φυσαλέος φυσαλέ τὸ φυσαλέον
      γενική τοῦ φυσαλέου τῆς φυσαλέᾱς τοῦ φυσαλέου
      δοτική τῷ φυσαλέ τῇ φυσαλέ τῷ φυσαλέ
    αιτιατική τὸν φυσαλέον τὴν φυσαλέᾱν τὸ φυσαλέον
     κλητική ! φυσαλέε φυσαλέ φυσαλέον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ φυσαλέοι αἱ φυσαλέαι τὰ φυσαλέ
      γενική τῶν φυσαλέων τῶν φυσαλέων τῶν φυσαλέων
      δοτική τοῖς φυσαλέοις ταῖς φυσαλέαις τοῖς φυσαλέοις
    αιτιατική τοὺς φυσαλέους τὰς φυσαλέᾱς τὰ φυσαλέ
     κλητική ! φυσαλέοι φυσαλέαι φυσαλέ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φυσαλέω τὼ φυσαλέ τὼ φυσαλέω
      γεν-δοτ τοῖν φυσαλέοιν τοῖν φυσαλέαιν τοῖν φυσαλέοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φυσαλέος < φυσάω + -αλέος

Επίθετο[επεξεργασία]

φυσαλέος, -α, -ον

Πηγές[επεξεργασία]